- άρνυμαι
- ἄρνυμαι (Α)1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω2. αποκτώ, κερδίζω3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ4. εκλέγω, προτιμώ5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω.[ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα -νυ-, ο οποίος έχει άμεση αντιστοιχία με το αρμεν. άrnum «παίρνω» (αόρ. άri, πρβλ. ηρόμην)πιθ. συγγένεια με αβεστ. ∂r∂naυ- «παρέχω, χορηγώ», σανσκρ. ŗnō-ti «προσβάλλω, τυγχάνω», αρχ. άνω γερμ. arnōn «αποκτώ». Το ρ. άρνυμαι χρησιμοποιείται στην αρχαία ποίηση και στον Ιπποκράτη με τη σημ. «προσπαθώ να αποκτήσω, προσπαθώ να πετύχω, δέχομαι (δόξα, αμοιβή, πληρωμή)», ενώ λείπει στον αττικό πεζό λόγο, στον οποίο όμως απαντά το ρ. μισθαρνώ («εργάζομαι επί μισθῴ») < φρ. «μισθὸν ἄρνυσθαι»].
Dictionary of Greek. 2013.